- θυράων
- θυρά̱ων , θύραdoorfem gen pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρρήσσω — ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α) 1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.) 2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ 3 … Dictionary of Greek